- σκαλεύς
- -έως, ὁ, Ααυτός που σκαλίζει, ιδίως τα λαχανικά τού κήπου ή τα σπαρτά.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. σκαλεύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκαλεῖς — σκάλλω stir up fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) σκαλεύς hoer masc acc pl σκαλεύς hoer masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλευτής — ὁ, Μ [σκαλεύω] σκαλεύς* … Dictionary of Greek
φυτευτής — ο, ΝΜΑ, θηλ. φυτεύτρα Ν [φυτεύω] αυτός που φυτεύει αρχ. αυτός που σκαλίζει, ιδίως λαχανικά ή σπαρτά, σκαλεύς* … Dictionary of Greek
σκαλέας — σκαλέᾱς , σκαλεύς hoer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)